ὑπαρχῆς

ὑπαρχῆς
ὑπαρχή
beginning
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπάρχῃς — ὑπάρχω begin pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαρχή — η / ὑπαρχή, ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. αρχή 2. φρ. «εξ υπαρχής» α) εξαρχής β) εκ νέου, πάλι (α. «τού τά είπα όλα εξ υπαρχής» β. «πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑπαρχῆς ἐπανίωμεν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • εξυπαρχής — (AM ἐξυπαρχής και ἐξ ὑπαρχῆς) επίρρ. πάλι από την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + υπαρχής (< υπό + αρχή)] …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευή — η, ΝΑ νεοελλ. οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο τού εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”